εκείνος

εκείνος
-η, -ο (AM ἐκεῑνος, -η, -ον)
1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου τού τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.)
2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις, η εκείνος αναφέρεται στην πιο απομακρυσμένη ενώ η ούτος στην πλησιέστερη (σπανίως αντίστροφα)
3. (με αναφορική πρόταση δηλώνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος («ἐκείνων τῶν ἐν πολέμοις τελευτησάντων»)
4. (για πασίγνωστο πρόσωπο δηλώνει θαυμασμό ή περιφρόνηση («ἐκεῑνος ἡνικ' ἦν Θουκυδίδης», «εκείνα τα χρόνια»)
5. ως επαναληπτική αντωνυμία
6. ως αυτοπαθής
νεοελλ.
με γενική κτητική αντί τού άρθρου σε μίμηση τής γαλλικής («το δωμάτιό μου κι εκείνο τού πατέρα μου»)
μσν.
ο ίδιος
αρχ.
1. γεν. σε αναφορά με ό,τι προηγήθηκε
2. για πράγματα που δεν θυμάται κανείς ή αποφεύγει να αναφέρει
3. (φιλοσ.) ο υπερβατός κόσμος
4. (ισοδυναμεί με τοπ. επίρρ. στάσης ή κίνησης)
αυτός που βρίσκεται εκεί ή έρχεται από εκεί
5. (για χρόνο με πρόθ.) α. «ἐξ ἐκείνου» ή «ἀπ' ἐκείνου» — από τότε
β. «μετ' ἐκείνου» — μετά απ' αυτά
6. (για τόπο) «κατ' ἐκεῑνα» — σ' εκείνα τα μέρη
7. (δοτ. εν. θηλ. ως επίρρ.) ἐκείνῃ
α) σε εκείνη τη θέση
β) προς εκείνο το μέρος
γ) μ' εκείνον τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εκείνος και κείνος προήλθαν από το δεικτικό στοιχείο -κε- (πρβλ. εκεί) σε συνδυασμό με τη δεικτική αντωνυμία eno- που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μακρινής αποστάσεως αντικείμενα. Το θ. eno- απαντά επίσης στα ελλ. ένη «η τρίτη μέρα», χεττ. eni-, anni- «εκείνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐκεῖνος — the person there masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκείνος — η, ο αντων. δεικτ. 1. για δείξη πράγματος ή προσώπου, για το οποίο έγινε λόγος πιο μπροστά ή βρίσκεται μακριά τοπικά ή χρονικά: Θυμήθηκα εκείνο που μου είπες. – Δες εκείνο το αεροπλάνο. 2. για ακριβέστερο προσδιορισμό εκφέρεται μαζί με το εκεί ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κείνω — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc dual ἐκεῖνος the person there masc nom/voc/acc dual ἐκεῖνος the person there neut gen sg (doric aeolic) ἐκεῖνος the person there masc gen sg (doric aeolic) κεῖνος the person there masc/neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήνω — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc dual (aeolic) ἐκεῖνος the person there masc nom/voc/acc dual (aeolic) ἐκεῖνος the person there neut gen sg (doric aeolic) ἐκεῖνος the person there masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήνω — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc dual (doric) ἐκεῖνος the person there masc nom/voc/acc dual (doric) ἐκεῖνος the person there neut gen sg (doric aeolic) ἐκεῖνος the person there masc gen sg (doric aeolic) τῆνος the person there neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκείνω — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc dual ἐκεῖνος the person there masc nom/voc/acc dual ἐκεῖνος the person there neut gen sg (doric aeolic) ἐκεῖνος the person there masc gen sg (doric aeolic) κεινόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • κείνων — ἐκεῖνος the person there neut gen pl ἐκεῖνος the person there fem gen pl ἐκεῖνος the person there masc gen pl κεῖνος the person there fem gen pl κεῖνος the person there masc/neut gen pl κεινόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κεινόω imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”